παρότρυνε

παρότρυνε
παρότρῡνε , παροτρύνω
pres imperat act 2nd sg
παρότρῡνε , παροτρύνω
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
παρότρῡνε , παροτρύνω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Άβρω — (7ος αι. π.Χ.).Σύζυγος του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας. Επειδή οργίστηκε για τη συμπεριφορά του συζύγου της, παρότρυνε τον αρχηγό της φρουράς Γύγη να τον σκοτώσει. Έγινε έπειτα σύζυγος του Γύγη και βασίλεψε μαζί του (Ηρόδοτος Α’ 7 13) …   Dictionary of Greek

  • Βαγιαζήτ Κεϊτουρούμ — (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.). Ηγεμόνας της ανεξάρτητης επαρχίας της Σινώπης, Σεβάστειας και Κασταμονής. Παρότρυνε τον Μογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο να βαδίσει εναντίον του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ (Μάχη της Άγκυρας, 1400) …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Βουτηλάρης, Ιωσήφ — (19ος αι.). Ιερωμένος και Φιλικός, δεσπότης Οιτύλου Λακωνίας. Ο Β. γύριζε στα χωριά και εμψύχωνε τους αγωνιστές. Όταν το 1826 ο Ιμπραήμ έκανε απόβαση στη Λακωνία, ο Β., φορώντας την επίσημη επισκοπική στολή του και με τη σημαία στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”